συκάς

συκάς
Ημιορεινός οικισμός (303 κάτ., υψόμ. 250 μ.), στην επαρχία Φθιώτιδας, του ομώνυμου νομού. Βρίσκεται στα νοτιοανατολικά της Σπερχειάδας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (6 τ. χλμ., 303 κάτ.).
* * *
(I)
ο, Ν
1. πωλητής σύκων
2. άλλη κοινή ονομασία τού πτηνού συκοφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύκο + κατάλ. -άς (πρβλ. γαλατ-άς)].
————————
(II)
-άδος, ἡ, Α
η συκίς*, παραφυάδα συκιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. δενδρ-άς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συκάς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συκάς — ο 1. αυτός που πουλάει σύκα. 2. είδος πουλιού, ο συκοφάγος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συκᾶς — σῡκᾶ̱ς , συκάζω gather fut ind act 2nd sg (doric) συκῆ fig tree fem acc pl (attic doric) συκῆ fig tree fem gen sg (doric) σῡκᾶς , συκῆ fig tree fem acc pl (attic epic doric ionic) σῡκᾶς , συκῆ fig tree fem gen sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συκάδα — συκάς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συκάδες — συκάς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συκάδων — συκάς fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεράμβηλον — κεράμβηλον, τὸ (ΑΜ) 1. φόβητρο τών πουλιών σε κήπους, σκιάχτρο 2. είδος σκαθαριού που τό έδεναν στις συκιές για να διώχνει με τον βόμβο του τις σκνίπες («καὶ θηρίδιόν τι, ὅ περὶ τὰς συκᾱς δεσμευόμενον ἀποδιώκει τῇ φωνῇ τοὺς κνῑπας ἔνιοι τοὺς… …   Dictionary of Greek

  • κοπάς — κοπάς, άδος, ἡ (Α) 1. (για δέντρα με θηλ. γραμμ. γένος) κομμένη, κλαδεμένη («ἐῶσι δὲ καὶ τὰς ἐλαίας κοπάδας καὶ τὰς συκᾱς», Θεόφρ.) 2. θάμνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοπή ή < κόπτω] …   Dictionary of Greek

  • ορίολος — (oriolus oriolus). Πουλί της οικογένειας των οριολιδών, της τάξης των στρουθιόμορφων. Ο o., που έχει συνολικό μήκος περίπου 25 εκ., φωλιάζει στην Ευρώπη, όχι πέρα από τον βόρειο παράλληλο 63° και στη νοτιοδυτική Ασία και διαχειμάζει στην τροπική… …   Dictionary of Greek

  • πρόσθετος — η, ο / πρόσθετος, ον, ΝΜΑ, και προσθετός, ή, ό, Ν [προστίθημι] 1. αυτός που έχει προστεθεί εκ τών υστέρων, που έχει προσαρμοστεί έτσι ώστε να μπορεί να μετακινηθεί (α. «προσθετά δόντια» β. «πρόσθετοι κλίμακες», Αριστείδ. γ. «πρόσθετοι πτέρυγες»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”